Μιλώντας για τον καπιταλισμό και την ελεύθερη οικονομία, πολύς λόγος γίνεται για τις ανισότητες που το σύστημα δημιουργεί. Μιλώντας για ανισότητες, δε θα μπορούσαμε να μη τις δούμε από τη σκοπιά της συσσώρευσης κεφαλαίου και τη διόγκωση των επιχειρήσεων μέσω των υπεραξιών και του αφανισμού των μικρότερων και πιο αδύναμων. Tο αν θα εστιάσουμε στο πρόβλημα των ανισοτήτων, ή στη δυναμική που δημιουργείται όταν η διογκούμενη και πλουτιζόμενη κορυφή συμπαρασύρει στην ανάπτυξη και τα χαμηλότερα στρώματα, το μέγεθος της οποίας ανάπτυξης διαφορετικά ίσως ήταν πολύ πιο περιορισμένο, θα το αφήσουμε για κάποιο άλλο άρθρο. Στο παρόν θα ασχοληθούμε με το πώς το λάιφ στάιλ και η μόδα, είναι δομές που απορροφούν σημαντικό μέρος της υπάρχουσας αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών των ανώτερων στρωμάτων.
Θεωρώ ότι αν εξαιρέσουμε τα κεφάλαια που πηγαίνουν προς επενδύσεις και αυτά που κατευθύνονται προς την ικανοποίηση των βασικών αναγκών του ανθρώπου, οι υπόλοιπες τοποθετήσεις, δεν είναι άλλο από αγαθά τα οποία συνδέονται με τις άυλες ανάγκες μας. Από τα προϊόντα αυτά, αυτά που απολαμβάνουν μεγάλες προστιθέμενες αξίες, χωρίς παρόλα αυτά η ανάγκη που ικανοποιούν να είναι αντικειμενική και να προσδίδει σε όλες τις οικονομικές οντότητες την ίδια χρησιμότητα, είναι και αυτά που σχετίζονται με ιδιότητες μιμητισμού, πιθηκισμού, ματαιοδοξίας, απελπισίας, άγχους και ανάγκης αυτοεπιβεβαίωσης.
Στο βαθμό που ο καταναλωτής αφυπνιστεί και συνειδητοποιήσει τις ανάγκες του, θα αντιληφθεί ταυτόχρονα πως η μόδα, το λάιφ στάιλ και ό,τι συνεπάγεται ικανοποίηση άυλων εμπορευματοποιημένων αναγκών, δημιουργούν προϋποθέσεις άμβλυνσης των καταναλωτικών ανισοτήτων. Αν δεχτούμε ότι το διαθέσιμο εισόδημα του καθενός είτε καταναλώνεται, είτε επενδύεται, είτε απλώς αποταμιεύεται (που κανονικά θα έπρεπε να επενδύεται ώστε να μην υπάρχει σχολάζον κεφάλαιο που ενώ δημιουργήθηκε, αποτραβήχτηκε από το σύστημα) και αν κρατήσουμε στην άκρη τις ανάγκες για επένδυση, οι οποίες ενέχουν το χρονικό στοιχείο και σχετίζονται με μελλοντικές χρηματοροές , οι ανάγκες κατανάλωσης μετριάζονται κατά πολύ για κάποιον που αφήνει κατά μέρους κάτι που πραγματικά δε χρειάζεται. Ας δούμε όμως ένα απλουστευτικό παράδειγμα.
Έστω ότι οι επιχειρήσεις είναι ολοένα και λιγότερες, γίνονται ολοένα και μεγαλύτερες, τα κέρδη τους ολοένα αυξάνονται και συνεπώς τα εισοδήματα καθώς ανεβαίνουν, αυξάνεται και η συγκέντρωσή τους σε λίγα άτομα. Έστω πάλι ότι οι επιχειρήσεις αυτές, προσφέρουν ολοένα και πιο σύνθετα προϊόντα με μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία, ικανοποιώντας βασικές αντικειμενικά ορισμένες ανάγκες με ολοένα και καλύτερο τρόπο. Και έστω ότι τα νέα αυτά και πρωτοποριακά προϊόντα γίνονται και ακριβότερα και δυσπρόσιτα για το ευρύ κοινό. Ποια τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης;
Η εταιρεία που έχει επενδύσει στην ανάπτυξη ενός νέου προϊόντος και η οποία επιχειρεί να έχει μία απόδοση επιρρίπτοντας το κόστος στο τελικό προϊόν, θα φτάσει στο σημείο που θα έχει εισπράξει την απαιτούμενη απόδοση, ενώ θα έχει τελματωθεί η προοπτική περαιτέρω απόδοσης στο βαθμό που, ενώ τα εισοδήματα συνεχίζουν να αυξάνονται από την πλευρά των καταναλωτών κατά μέσο όρο, ο αριθμός των ατόμων που τα απολαμβάνουν είναι μικρότερος (κατά ανάλογο τρόπο που και οι επιχειρήσεις έγιναν πιο λίγες και πιο μεγάλες). Αναγκαστικά η εταιρεία θα αναγκαστεί είτε να επιχειρήσει την εισαγωγή νέου προϊόντος, είτε να απευθυνθεί και σε χαμηλότερα στρώματα.
Βλέπουμε συχνά καινούρια μοντέλα να έχουν διπλάσια τιμή από τα προηγούμενα, ενώ ο βαθμός ικανοποίησης της ανάγκης που απευθύνονται να μην είναι πολύ μεγαλύτερος. Με απλά λόγια, όσο αυξάνονται οι ανισότητες και όσο τα ανώτερα στρώματα αδυνατούν να εξασφαλίσουν για τις εταιρείες το απαραίτητο για αυτές εισόδημα-απόδοση (που έτσι κι αλλιώς ποτέ δε τους είναι αρκετά) μέσω καινοτομιών, ευρεσιτεχνιών και γενικότερα τεχνολογικών ανακαλύψεων, δείχνουν να έχουν ανάγκη να απευθυνθούν και στις κατώτερες μάζες εξασφαλίζοντας και για αυτές την ικανοποίηση παρόμοιων αναγκών, όμως με μία χρονική υστέρηση. Όσο οι πλούσιοι λιγοστεύουν (ορίζοντας συγκριτικά τον πλούτο την εκάστοτε στιγμή), η κατανάλωση προϊόντων υψηλής αξίας καθηλώνεται και γι' αυτό καμία τεχνολογία δεν παραμένει για πάντα στα χέρια των λίγων.
Αυτό που κάνει τα πράγματα να φαντάζουν πιο πολύπλοκα, είναι μία επιπλέον διάκριση των αγαθών αυτών που πρωτοεισαγώμενα απευθύνονται στην άρχουσα τάξη. Θα μπορούσαμε να τα διακρίνουμε σε αυτά που το κόστος τους για να παραχθούν περιέχει και όλη την προσπάθεια και τη γνώση που απαιτήθηκε ώστε να προκύψουν και σε αυτά που το κόστος τους δεν αποτυπώνεται στην τιμή τους, είναι πολύ μικρότερο και συνεπώς απολαμβάνουν μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους. Αυτά της πρώτης κατηγορίας, είναι οτιδήποτε ενέχει κάποια τεχνογνωσία και όλως τυχαίως αγαθά του είδους αυτού σχετίζονται και με πιο αντικειμενικές ανάγκες των ανθρώπων. Τέτοια αγαθά γίνονται και πιο απαιτητά με το χρόνο από το ευρύ κοινό, το οποίο όσο κι αν το παρομοιάζουμε με τα αιγοπρόβατα, κατορθώνει να διακρίνει τις ανθεκτικές στο χρόνο επιθυμίες που αυτά ικανοποιούν.
Τα προϊόντα της δεύτερης κατηγορίας όμως, είναι αυτά που με λίγο κόπο, με χαμηλή επένδυση και με χαμηλό κόστος, καταφέρνουν να αναρριχηθούν στην ομάδα αυτών που χαρακτηρίζονται ως ακριβά, για το λόγο ότι γίνονται αποδεκτά από μια μερίδα ατόμων η οποία απολαμβάνει μια περίσσεια αγοραστικής δύναμης. Η ματαιοδοξία κατανάλωσής τους έγκειται πιστεύω στο γεγονός ακριβώς ότι, ενώ δεν ικανοποιούν κάποια αντικειμενική ανάγκη, ενώ δεν ικανοποιούν έστω μια άυλη ανάγκη που να είναι υγιής με κάποιον ικανοποιητικό τρόπο, συνεχίζουν και έχουν αποδοχή με την έννοια "λεφτά για το τίποτα'. Το περιθώριο κέρδους να πούμε εδώ ότι είναι μεγαλύτερο, καθώς το κόστος παραγωγής τους δεν αποτυπώνεται στην τιμή, ενώ η επιθυμία για αυτά από τις μάζες φθίνει πιο εύκολα, ίσως επειδή αντικαθίστανται εύκολα με νέα, ίσως και επειδή είναι επαρκώς αντιγράψιμα.
Θα ήθελα να μιλήσω αρνητικά για αυτά τα προϊόντα, αλλά ύστερα παρατηρώ μία παράλογη δικαιοσύνη να εφαρμόζεται, αρκεί ο καταναλωτής να αποκτήσει την αναγκαία συνείδηση. Η άμβλυνση της ψαλίδας της μεσαίας με την άρχουσα τάξη, με αποτέλεσμα η τελευταία να αναζητά νέα προϊόντα που να ξεχωρίζουν, υποβοηθείται από τη μόδα και το λαιφσταιλ, με προϊόντα που συμμερίζονται τις ορέξεις της, χωρίς όμως το προϊόν να δικαιούται χρηστικά το αντίτιμο του, παρά μόνο ειδωμένο ως έκφραση μιας ιδέας. Με τον τρόπο αυτό η άρχουσα τάξη καθηλώνεται κατά διαστήματα, όντας ήδη μπροστά, αναμένοντας την έλευση της μεσαίας, ώστε να βηματίσει περαιτέρω και να βγει μπροστά. Είναι ένα είδος κοινωνικής δικαιοσύνης, καθώς η εξάπλωση ενός προϊόντος από την κορυφή στις μάζες, δεν έχει πάντα σαν αντικαταστάτη της ένα νέο προϊόν ουσιαστικής χρησιμότητας, αλλά φανταστικής, ώστε να πρωτοπορήσει εκ νέου η κορυφή.
Το δίλημμα λοιπόν μεταξύ δημοσιονομικής χαλάρωσης και λιτότητας είναι εκτός θέματος. Το δίλημμα μεταξύ μέτρων που κάνουν boost τη ζήτηση και μέτρων που δημιουργούν ευνοϊκότερο περιβάλλον για την προσφορά και παραγωγή είναι για μένα μία λανθασμένη προσέγγιση στο θέμα των ανισοτήτων. Οι ευνοημένοι του συστήματος, είναι ευνοημένοι. Οι αδικημένοι όμως, οφείλουν να κάνουν μία επανάσταση εκ των έσω κατ' αρχάς. Η αμφισβήτηση και η αποδόμηση ενός συστήματος, δε μπορεί να γίνει με όρους συστημικούς. Δε μπορείς δηλαδή να κρίνεις την ύπαρξη και την κατανάλωση τέτοιων αγαθών, αποδεχόμενος κατ' αρχάς την ικανοποίηση κάποιας πραγματικής ανάγκης από αυτά και συνεπώς να διεκδικείς την απόκτησή τους.
Μία αρχή για την αλλαγή. Για ουσιαστική αλλαγή, είναι η στροφή των καταναλωτικών προτύπων. Και αυτό έχει να κάνει με την εκπαίδευση, την καλλιέργεια, την επιμόρφωση.
Οποιεσδήποτε ασάφειες, απλουστεύσεις και ανακρίβειες στο παρόν άρθρο, ευελπιστώ να αποτελέσουν τροφή για σκέψη και όχι για αρνητική κριτική.
Πηγή: http://www.ramnousia.com/
No comments:
Post a Comment